- πανηγυριάρχης
- Α και πανηγυράρχης, δωρ. και αιολ. τ. παναγυριάρχας, ό ΜΑαρχηγός πανηγύρεως, αξιωματούχος εντεταλμένος να συγκεντρώνει το πλήθος για την τέλεση μεγάλης θρησκευτικής εορτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανήγυρις + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.